Σιδηροπενία: Μια νόσος που επηρεάζει 1 στους 3 ανθρώπους
Η έλλειψη σιδήρου στον οργανισμό μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στις γυναίκες και σε άτομα που πάσχουν από κάποια χρόνια νόσο.
- 26 Νοεμβρίου 2019 20:09
Η σιδηροπενία σε άτομα που μπορεί να εμφανίζουν ή και όχι αναιμία, εκτιμάται ότι επηρεάζει έναν στους τρεις ανθρώπους παγκοσμίως, όμως παρόλ’ αυτά παραμένει μια νόσος που υποδιαγιγνώσκεται. Παρότι η σιδηροπενία μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, η εμφάνισή της είναι πιο συχνή στις προεμμηνοπαυσιακές και τις έγκυες γυναίκες και τα παιδιά κάτω των πέντε ετών. Εάν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να εξελιχθεί σε σιδηροπενική αναιμία.
Οι επιπτώσεις της σιδηροπενίας μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο, αλλά συνδέεται με μια συνολική διαταραχή της υγείας και ευεξίας του ατόμου. Ακόμη και χωρίς την εμφάνιση αναιμίας, η σιδηροπενία μπορεί να είναι εξουθενωτική, να επιδεινώσει μια υποκείμενη χρόνια πάθηση και να οδηγήσει σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Στα συνήθη συμπτώματά της περιλαμβάνονται η κόπωση, η χλωμή όψη, τα εύθραυστα νύχια, η επιθυμία για κατανάλωση πραγμάτων που δεν είναι φαγώσιμα, όπως χώμα, πηλό ή πάγο και η αδυναμία συγκέντρωσης. Ειδικά στα παιδιά, η σιδηροπενία μπορεί να επηρεάζει σημαντικά τη γνωστική και κινητική τους ανάπτυξη.
Η σημερινή ημέρα 26 Νοεμβρίου έχει καθιερωθεί ως Ημέρα Σιδηροπενίας και εστιάζει ιδιαίτερα στη σημασία του σιδήρου για την υγεία των γυναικών, αλλά και στην εμφάνιση σιδηροπενίας σε ασθενείς με χρόνια νεφρική και καρδιακή ανεπάρκεια. Κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, ο Δρ. Ιωάννης Μπολέτης, Καθηγητής Παθολογίας-Νεφρολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Πρόεδρος ΔΣ Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, ανέφερε για τη σιδηροπενία στους ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο: «Η σιδηροπενία σε οποιαδήποτε μορφή της αποτελεί ένα συχνό πρόβλημα σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο. Απαντάται σε όλα τα στάδια της νεφρικής νόσου και μπορεί να είναι συμπτωματική, ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη της αναιμίας. Τα συμπτώματα της σιδηροπενίας συχνά είναι παρόμοια με εκείνα της αναιμίας και μπορεί να επηρεάσουν σοβαρά την ικανότητα του ασθενή να πραγματοποιήσει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Η θεραπεία με σίδηρο σε πολλές περιπτώσεις αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το αίτιο της νόσου».
Ο Δρ. Χαράλαμπος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Καρδιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Α’ Καρδιολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, αναφερόμενος στη σιδηροπενία στη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, εστίασε στα παρακάτω σημεία: «Η σιδηροπενία επηρεάζει 1 στους 2 ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια και αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας το οποίο σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με το χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης, την επιδείνωση της ποιότητας ζωής και την αυξημένη νοσηρότητα. Η σιδηροπενία υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται στους ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γίνεται αξιολόγηση του βασικού διαγνωστικού δείκτη (φερριτίνη ορού), όπως επίσης τα συμπτώματά της -δύσπνοια, κόπωση και άλλα- είναι σε πολλές περιπτώσεις κοινά με εκείνα της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας. Η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία της σιδηροπενίας με χορήγηση σιδήρου μπορεί να ωφελήσει σημαντικά την υγεία των ασθενών αυτών».
Για τις συνέπειες της σιδηροπενίας στο γενικό πληθυσμό και ιδιαίτερα τις γυναίκες ο Δρ. Παναγιώτης Τσιριγώτης, αναπληρωτής Καθηγητής Αιματολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Αττικό Νοσοκομείο, επεσήμανε: «H σιδηροπενία χαρακτηρίζεται ως το συχνότερο αίτιο αναιμίας στο γενικό πληθυσμό καθώς και στις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία, με ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό εμφάνισης στην περίοδο της εγκυμοσύνης και της λοχείας. Μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, χαμηλή πρόσληψη από τη διατροφή, χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα, κακοήθειες, αιμορραγίες κτλ και έχει αρνητική επίδραση στην ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα των ασθενών. Δεδομένου ότι οι αλλαγές στον τρόπο διατροφής δεν μπορούν στις περισσότερες περιπτώσεις να διορθώσουν το πρόβλημα της σιδηροπενίας, η θεραπεία με σίδηρο, πάντα υπό την καθοδήγηση του θεράποντος ιατρού, είναι απαραίτητη για την αναπλήρωση των αποθηκών σιδήρου και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών».