Σοβαρές ελλείψεις στα πιο φθηνά και τα πιο ακριβά αντιβιοτικά

Διαβάζεται σε 6'
To Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» (φωτογραφία αρχείου)
To Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» (φωτογραφία αρχείου) Intime

Σοβαρές ελλείψεις σε σημαντικά για τη ζωή των ασθενών αντιβιοτικά αντιμετωπίζει η χώρα μας, σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν στο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων. Τι πρέπει να κάνει η ελληνική φαρμακοβιομηχανία.

Φάρμακα που αντιμετωπίζουν σοβαρές ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις απουσιάζουν από τα νοσοκομεία, επειδή δεν εισάγονται στη χώρα μας από φαρμακευτικές εταιρείες.

Αυτό συμβαίνει είτε επειδή τα φάρμακα είναι πολύ φθηνά, είτε επειδή είναι πολύ ακριβά, και δεν συμφέρει ούτε στη μία, ούτε στην άλλη περίπτωση τις φαρμακευτικές εταιρείες να τα εισάγουν στην Ελλάδα, όπως εξήγησε στο πλαίσιο 23ου Πανελλήνιου Συνέδριου της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων ο Νίκος Σύψας, καθηγητής Λοιμωξιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

«Υπάρχει ένα φάρμακο, η αζτρεονάμη (συνθετικό αντιβιοτικό της ομάδας των μονομπακταμών), το οποίο είναι μερικές φορές αναντικατάστατο στα πολυανθεκτικά μικρόβια που έχουμε στην Ελλάδα. Αυτό είναι πολύ φθηνό φάρμακο, όμως, είναι σε παγκόσμια έλλειψη γιατί δεν υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον για την παραγωγή του. Είναι πολύ παλιό αντιβιοτικό, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις είναι η μοναδική μας επιλογή μας», ανέφερε ο κ. Σύψας.

Εκτός όμως από το φθηνό φάρμακο, απουσιάζει από την ελληνική αγορά ακόμη ένα σημαντικό, αλλά ακριβό φάρμακο.

«Η κεφιδεροκόλη είναι καινοτόμο φάρμακο, το οποίο είναι από τις λίγες επιλογές που έχουμε για το ακινητοβακτήριο που έχουμε στις μονάδες μας και είναι πολύ ακριβό», αναφέρει ο κ. Σύψας.

Εκτός από τα εν λόγω φάρμακα, υπάρχουν και άλλα, παλιά δοκιμασμένα όπως είναι η πενικιλίνη, τα οποία οι εταιρείες δεν έχουν κανένα οικονομικό κίνητρο να τα φέρουν στην Ελλάδα.

«Για να τα εξασφαλίσουμε σήμερα για τους ασθενείς μας, εφόσον κρίνουμε ότι τα χρειαζόμαστε, πρέπει να τα παραγγείλουμε από το ΙΦΕΤ και να έρθουν από το εξωτερικό. Αυτό είναι, όμως, μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία που ο ασθενής συνήθως έχει “χάσει το τρένο” μέχρι να έρθουν τα φάρμακα από το εξωτερικό», εξηγεί ο κ. Σύψας.

Να δώσει τη λύση η ελληνική φαρμακοβιομηχανία

Μάλιστα, η Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων ετοιμάζει λίστα με τα αντιβιοτικά που είναι σε έλλειψη, την οποία θα παραδώσει στο υπουργείο Υγείας, ώστε να μεριμνήσει να «δημιουργηθεί ένα απόθεμα από τα φάρμακα αυτά στη χώρα μας, ή να δώσει κίνητρα στις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες να τα παρασκευάσουν, διότι τα φάρμακα αυτά είναι χωρίς πατέντα και μπορεί μια ελληνική εταιρεία να παράξει την πρώτη ύλη και το φάρμακο, εφόσον όμως έχει οικονομικό κίνητρο και να μην εμπίπτουν τα φάρμακα αυτά σε clawback, ώστε να μπορούν οι εταιρείες να τα παράγουν», εξήγησε ο κ. Σύψας.

Πρώτη η Ελλάδα στον επιπολασμό των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ευρώπη

Πρώτη στον επιπολασμό των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ευρώπη και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μικροβιακής αντοχής στην Ε.Ε. καταγράφει η Ελλάδα για συγκεκριμένα στελέχη και αρνητική πρωτιά έχει στην κατηγορία με τα περισσότερα έτη ζωής που χάνονται εξαιτίας μικροβιακής αντοχής.

Αυτά αναφέρονται σε πρόσφατη έκθεση του ΕΟΔΥ που αφορά το έτος 2022 και στην οποία συμμετείχαν 50 νοσοκομεία από όλη τη χώρα και 9.707 νοσηλευόμενοι.

Σύμφωνα με την έρευνα, σχεδόν οι μισοί (το 45,7%) νοσηλευόμενοι σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) παρουσίασαν τουλάχιστον μία ενδονοσοκομειακή λοίμωξη κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους.

Επίσης, από το σύνολο των 1.408 καταγεγραμμένων λοιμώξεων, το 69,6% εμφανίστηκε 48 ώρες μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο, ενώ στο 28,6% των λοιμώξεων ο ασθενής παρουσίαζε τη λοίμωξη κατά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Κάτι που σημαίνει ότι τα μικρόβια τα κολλάνε κυρίως μέσα στα νοσοκομεία, όπου μπαίνουν για θεραπεία.

Η πρώτη συχνότερη ενδονοσοκομειακή λοίμωξη στην Ελλάδα είναι η πνευμονία, που αφορά το 28,9% των περιπτώσεων, η δεύτερη η μικροβιαιμία (20,00%), η τρίτη η λοίμωξη του ουροποιητικού (13,1%) και η τέταρτη η SARS-CoV-2 (8,4%).

Το 69,3% των μικροβίων είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά, ενώ περισσότεροι από τους μισούς νοσηλευόμενους (55,4%) λάμβαναν τουλάχιστον ένα αντιμικροβιακό την ημέρα της καταγραφής. Το 13,0% λάμβανε τουλάχιστον 3 έως 9 αντιμικροβιακά την ημέρα της καταγραφής.

Κατά μέσο όρο, λοιπόν, σε κάθε ασθενή αντιστοιχεί παραπάνω από μία λοίμωξη (συγκεκριμένα 1,2 λοιμώξεις) και παραπάνω από μία αντιμικροβιακή αγωγή, δηλαδή 1,7 αντιμικροβιακά.

Η αύξηση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων από 10% το 2016-2017 σε 12,1% το 2022 οφείλεται αφενός στη μη αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων, που με τη σειρά τους προκάλεσαν περισσότερα και αφετέρου στην πίεση του Συστήματος Υγείας κατά τα χρόνια έξαρσης της πανδημίας του κορονοϊού.

Τρίτη στην Ευρώπη σε κατανάλωση αντιβιοτικών η Ελλάδα

Την ίδια στιγμή και παρά τη αυστηρή συνταγογράφηση των αντιβιοτικών εδώ και δύο χρόνια, η χώρα μας κατέχει την τρίτη θέση στην κατανάλωση αντιμικροβιακών την Ευρώπη, μετά τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία, σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC).

Ωστόσο, όταν πρόκειται για θεραπείες που αγοράζονται από το φαρμακείο, εκεί η Ελλάδα κατέχει τα πρωτεία.

Όσον αφορά την κατανάλωση αντιμικροβιακών φαρμάκων για το 2022, για τη σύγκριση χρησιμοποιείται η κατανάλωση ημερησίων δόσεων ανά 1.000 κατοίκους τόσο στην κοινότητα όσο και στα νοσοκομεία.

Η μέση κατανάλωση στην Ευρώπη ήταν 19,4 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 κατοίκους, με τις χώρες να καταγράφουν ημερήσια κατανάλωση από 9,1 μέχρι 33,5 δόσεις. Από αυτές οι 17 δόσεις αφορούσαν θεραπείες κοινότητας με εύρος ημερήσιας κατανάλωσης από χώρα σε χώρα από 8,3–31,2 δόσεις.

Οι δόσεις αυτές είναι σημαντικά αυξημένες σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα χρόνια, όμως είναι σημαντικά μειωμένες σε σύγκριση με την προηγούμενη 10ετία.

Στατιστικά σημαντική αυξητική τάση για 10 χρόνια παρατηρήθηκε στην Βουλγαρία και την Κύπρο.

Η μέση συνολική κατανάλωση αντιβακτηριακών για συστηματική χρήση μειώθηκε κατά 2,5% από το 2019 ως έτος αναφοράς, δείχνοντας μια αργή πρόοδο προς τον στόχο μείωσης της ΕΕ κατά 20% ως το 2030.

Δεν εντοπίστηκε στατιστικά σημαντική τάση κατά την πενταετία 2018–2022 για τη συνολική κατανάλωση (κοινοτικός και νοσοκομειακός τομέας μαζί) αντιμυκητιασικών για συστηματική χρήση.

Σε ότι αφορά τα νοσοκομεία, η μέση κατανάλωση ήταν 1,61 ημερήσια δόση ανά 1.000 κατοίκους με εύρος από  0,75–3,15 δόσεις από χώρα σε χώρα, εμφανίζοντας σημαντική μείωση σε σύγκριση με την προηγούμενη 10ετία, αν και καταγράφηκε σημαντική αύξηση στη Βουλγαρία και την Κροατία.

Στην Ελλάδα, η κατανάλωση αντιμικροβιακών έφτανε τις 34,1 δόσεις το 2018 και 2019, μειώθηκε στις 28,1 δόσεις το 2020 και στις 23,5 δόσεις το 2021, ενώ πέρυσι επανήλθε στις 32,9 δόσεις για θεραπείες τόσο στην κοινότητα, όσο και στα νοσοκομεία. Συνολικά την τριετία εκτιμάται ότι έχει επέλθει μείωση της τάξης του 3,5%.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα