Τα νοσοκομεία που ιδιωτικοποιούνται: Τι δείχνει διεθνής μελέτη της Οξφόρδης
Διαβάζεται σε 5'Ο Άγγελος Αλεξόπουλος γράφει στο NEWS 24/7 για τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων παρόχων υγείας δεν βελτιώνει την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης.
- 15 Μαρτίου 2024 06:24
«Τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης βρίσκονται υπό πίεση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, τους περιορισμένους κρατικούς προϋπολογισμούς και τις αντηχήσεις της πανδημίας COVID-19 και οι κυβερνήσεις ενδέχεται να βλέπουν την ιδιωτικοποίηση ως μια ενιαία, απλή λύση στις πιέσεις. Υπάρχει, ωστόσο, ο κίνδυνος η αναζήτηση βραχυπρόθεσμων μειώσεων να αποβεί σε βάρος των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων, καθώς η εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα δεν φαίνεται να προσφέρει καλύτερη φροντίδα και φθηνότερη περίθαλψη».
Αυτά δηλώνει ο Aaron Reeves, καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και συν-συγγραφέας νέας έρευνας που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού The Lancet Public Health.
Η έρευνα βασίστηκε στη μετα-ανάλυση αποτελεσμάτων προηγούμενων μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί σε 8 χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα (με βάση την κατάταξη του ΟΟΣΑ), συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας, της Σουηδίας, της Ιταλίας και της Κροατίας. Κάθε μία από αυτές τις μελέτες αξιολόγησε την ποιότητα των μέτρων υγειονομικής περίθαλψης για τους ασθενείς πριν και μετά την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας, είτε σε νοσοκομειακό είτε σε περιφερειακό επίπεδο. Οι μελέτες χρησιμοποίησαν μετρήσιμους δείκτες ποιότητας περίθαλψης που περιελάμβαναν τα επίπεδα στελέχωσης, το μείγμα ασθενών ανά τύπο ασφάλισης, τον αριθμό των παρεχόμενων υπηρεσιών, τον φόρτο εργασίας για τους γιατρούς και τα αποτελέσματα υγείας για τους ασθενείς, όπως νοσηλείες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Συνοπτικά, τα ευρήματα της έρευνας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έδειξαν ότι:
- Οι αυξήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις αντιστοιχούσαν με χειρότερη ποιότητα περίθαλψης.
- Τα νοσοκομεία που άλλαζαν το καθεστώς ιδιοκτησίας τους από δημόσιο σε ιδιωτικό έτειναν να αποκομίζουν υψηλότερα κέρδη. Αυτό, όμως, επιτεύχθηκε κυρίως με τη μείωση του επιπέδου του προσωπικού και τη μείωση του ποσοστού των ασθενών με περιορισμένη ασφαλιστική κάλυψη υγείας.
- Η ιδιωτικοποίηση αντιστοιχούσε με λιγότερο προσωπικό καθαριότητας που απασχολούνταν ανά ασθενή και υψηλότερα ποσοστά λοιμώξεων ασθενών.
- Σε ορισμένες μελέτες, τα υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικοποίησης αντιστοιχούσαν σε υψηλότερα ποσοστά θανάτων που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
- Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Κροατία), η ιδιωτικοποίηση οδήγησε σε ορισμένα οφέλη για την πρόσβαση των ασθενών μέσω πιο ακριβών ραντεβού και νέων μέσων παροχής φροντίδας, όπως τηλεφωνικές κλήσεις εκτός ωραρίου.
Αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς της (π.χ., περιορισμένο δείγμα χωρών υψηλού εισοδήματος, απουσία χωρών μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος), η έρευνα αποτελεί μία από τις πρώτες ολοκληρωμένες προσπάθειες που τεκμηριώνουν τον «αδύναμο κρίκο» μεταξύ της περαιτέρω ιδιωτικοποίησης των δημόσιων παρόχων υγειονομικής περίθαλψης -είτε μέσω αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους, είτε μέσω της εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών- και βελτιωμένης ποιότητας περίθαλψης.
Ταυτόχρονα, τα ευρήματα της έρευνας αποτελούν ένα χρήσιμο οδηγό για τη χάραξη δημόσιας πολιτικής, αφού καταδεικνύουν ότι ορισμένοι τομείς του κοινωνικού κράτους, όπως η εκπαίδευση και η περίθαλψη, μπορεί να είναι δομημένοι με τρόπους που τους καθιστούν λιγότερο ευάλωτους στα είδη κινήτρων που λειτουργούν σε άλλες αγορές.
Για παράδειγμα, η εξεύρεση καινοτομιών που βελτιώνουν την ποιότητα στο χώρο της περίθαλψης μπορεί να είναι δυσκολότερη από ό,τι σε άλλους τομείς της οικονομίας και αυτό μπορεί να μειώσει τα κίνητρα για ανταγωνισμό µε βάση την ποιότητα. Η εκτίμηση αυτής της διαφοράς μπορεί να δώσει στις κυβερνήσεις τη δυνατότητα να σκεφτούν προσεκτικά πριν προχωρήσουν σε δαπανηρές και χρονοβόρες μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπου το περιθώριο βελτίωσης της ποιότητας είναι δυνητικά μικρό βραχυπρόθεσμα.
Επίσης, όπως έδειξε η ίδια έρευνα, η ανάθεση υπηρεσιών υγείας σε ιδιωτικούς κερδοσκοπικούς παρόχους οδήγησε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σε μεγαλύτερη μείωση της ποιότητας περίθαλψης σε σύγκριση με την ανάθεση σε ιδιωτικούς μη κερδοσκοπικούς παρόχους. Παρ’ όλα αυτά, η ανάθεση σε μη κερδοσκοπικούς ιδιωτικούς οργανισμούς επίσης οδήγησε σε μείωση της ποιότητας. Ένας από τους λόγους για αυτό το εύρημα, σύμφωνα με τους συγγραφείς της έρευνας, είναι ότι οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί μπορεί να συμπεριφέρονται με παρόμοιους τρόπους με τους κερδοσκοπικούς οργανισμούς.
Οι απλές λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα ενδέχεται να μην είναι πάντοτε αποτελεσματικές. Η παροχή υγειονομικής περίθαλψης υψηλής ποιότητας και η προστασία της δημόσιας υγείας για όλους απαιτεί τη διαρκή αξιολόγηση και παρακολούθηση των αλλαγών στα συστήματα υγείας, καθώς και τη χάραξη μακροπρόθεσμα βιώσιμων πολιτικών που βασίζονται σε επιστημονική έρευνα και δεδομένα.
*Ο Άγγελος Aλεξόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Διεθνή και Ευρωπαϊκά Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2008 ολοκλήρωσε τις διδακτορικές του σπουδές στην Οργανωσιακή Συμπεριφορά και Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού στο Dublin City University της Ιρλανδίας.
Το 2012 ξεκίνησε να εργάζεται στο CERN, το μεγαλύτερο εργαστήριο σωματιδιακής φυσικής στον κόσμο, όπου εντάχθηκε στην Ομάδα Εκπαίδευσης και Επικοινωνίας.
Το 2020 ορίστηκε Πρόεδρος του Τομεακού Επιστημονικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού και Αναβάθμισης στο Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, το ανώτατο συμβουλευτικό όργανο της πολιτείας, υπεύθυνο για τη διαμόρφωση και εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής για την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία.