Πώς τα παιδιά των ναζί έφτιαξαν τη νέα Γερμανία
Πώς μπορούμε να διδαχθούμε μέσα από τις μεγάλες κρίσεις; Μπορούν τα έθνη να αλλάξουν δομικά στοιχεία τους ή είναι καταδικασμένα να επαναλαμβάνουν τα λάθη τους; Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ, Jared Diamond, μιλά στο News 24/7. Διαβάστε απόσπασμα του βιβλίου, "Έθνη σε αναταραχή".
- 18 Οκτωβρίου 2020 07:00
Πώς μπορούν τα κράτη να ξεπεράσουν κρίσεις που υπέστησαν; Πώς μπορούμε να αντλήσουμε γνώση από τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος; Το βιβλίο του βραβευμένου Jared Diamond, “Έθνη σε αναταραχή”, θέτει τα καίρια ερωτήματα στην πιο καίρια ιστορική συγκυρία.
Στην έρευνά του ο Diamond προχωράει σε μια νέα παρουσίαση του πώς τα έθνη έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις της ιστορίας τους που έχουν χαρακτηριστεί ως δομικές για την υπόστασή τους. Καθόλου τυχαίο ότι η έκδοση συνοδεύεται με μια επικαιροποιημένη εισαγωγή του συγγραφέα για την πανδημία του COVID-19, η οποία έχει θέσει νέα δεδομένα για τη διαχείριση μιας παγκόσμιας κρίσης που θέτει τα έθνη και τις συμμαχίες τους, προ των ευθυνών τους.
Οι χώρες που μελετά το βιβλίο είναι:
Φινλανδία (Πόλεμος με τη Σοβιετική Ένωση κατά τον Β Παγκόσμιο)
Ιαπωνία (Εισβολή του Δυτικού Πολιτισμού 1853)
Χιλή (Αλιέντε και δικτατορία Πινοσέτ 1970)
Ινδονησία (Η μάχη για την ανεξαρτησία της χώρας)
Γερμανία (1945-1968 Αναδόμηση της χώρας)
Αυστραλία (Αβορίγινες, αποικιοκρατία, ανεξαρτησία)
ΗΠΑ (Σημερινή εποχή)
Με αφορμή τη νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις Διόπτρα, το News 24/7 είχε τη χαρά να συνομιλήσει με τον βραβευμένο με Pulitzer συγγραφέα.
Σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων έγινε η επιλογή των παραδειγμάτων, ο J. Diamond μας λέει πως τον σημαντικότερο ρόλο διαδραμάτισαν τα βιώματά του.
“Εστιάζω σε αυτά τα κράτη γιατί είναι οι χώρες που έχω γνωρίσει καλύτερα, έχοντας ζήσει εκεί, παραμένοντας σε επαφή με φίλους από αυτές τις περιοχές εδώ κι 60 χρόνια και μιλώντας τις γλώσσες αυτών των χωρών. Αυτό σημαίνει πως μπορούσα τελικά να γράψω για αυτά τα επτά κράτη βιωματικά, χωρίς να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και άλλες χώρες που έχουν βιώσει μεγάλες, δομικές κρίσεις”.
Στο βιβλίο του, επιλέγει να χρησιμοποιήσει μια ψυχολογική διάσταση στη μελέτη της Ιστορίας, Γεωπολιτικής, Οικονομίας και Ανθρωπολογίας, κάτι που αποτελεί μια νεωτερική και πρωτοποριακή τεχνική. Στόχος του συγγραφέα, να ερμηνεύσει τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο ξεπερνά την κρίση. Με κριτήριο τους δώδεκα παράγοντες που θέτει, ο συγγραφέας αναλύει ομοιότητες και διαφορές στην εφαρμογή μηχανισμών όπως η αναγνώριση της ευθύνης, η οδυνηρή αυτοαξιολόγηση, η έξωθεν βοήθεια ή η έλλειψή της, η δυνατότητα άντλησης διδαγμάτων από μοντέλα άλλων κρατών, η επιλεκτική αλλαγή και άλλα. Στο τέλος, με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον, εξετάζει αν τα έθνη αντιμετωπίζουν σήμερα με επιτυχία τις σοβαρές προκλήσεις που θέτουν οι καιροί.
Ο Covid ως ευκαιρία αλλαγής
Μιλώντας λοιπόν για την κρίση που αντιμετωπίζει ο πλανήτης σήμερα, δηλαδή την πανδημία, ο J. Diamond αναφέρει στο News 24/7 πως θα μπορούσαμε τελικά να τη δούμε σαν μια σπουδαία ευκαιρία για αλλαγή.
“Ναι, βλέπω την κρίση του Covid ως ευκαιρία αλλαγής προς το καλύτερο. Ο κορονοϊός είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που απαιτεί παγκόσμια λύση. Καμία χώρα δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει μόνη, γιατί ακόμη και μια χώρα που περιόρισε τη διασπορά εντός των συνόρων της, μπορεί να “μολυνθεί” ξανά λόγω των διακρατικών ταξιδιών. Γι’ αυτό απαιτεί συνολική λύση. Ο κόσμος είναι αντιμέτωπος με προβλήματα που ζητούν παγκόσμια λύση, όπως η κλιματική αλλαγή, η εξάντληση των πόρων και οι ανισότητες. Αλλά τα κράτη δεν έχουν βρει συνεργασίες στην υιοθέτηση και την εφαρμογή παγκόσμιων λύσεων απέναντι σε αυτά τα ζητήματα. Η πανδημία τραβάει την προσοχή μας πιο έντονα γιατί προκαλεί θανάτους, πιο γρήγορα σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Ελπίζω πως αν ο κόσμος ενωθεί για να νικήσει τον Covid, αυτό θα εμπνεύσει τον πλανήτη να πράξει αναλόγως για την κλιματική αλλαγή και τα υπόλοιπα ιδιαιτέρως σοβαρά παγκόσμια προβλήματα”.
Μια δεύτερη κρίση που αντιμετωπίζουν τα κράτη της ΕΕ και ειδικά ο Νότος της, είναι η μετανάστευση. Τι διαφορετικό έχουν πράξει οι ΗΠΑ;
“Στις ΗΠΑ οι μετανάστες έχουν συμβάλλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην καινοτομία. Η πλειοψηφία Αμερικανών που έχουν βραβευτεί με Νόμπελ είναι μετανάστες πρώτης γενιάς ή παιδιά μεταναστών πρώτης γενιάς. Οι ΗΠΑ στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ιστορίας τους ήταν ικανές να απορροφήσουν τους μετανάστες, καθώς η πυκνότητα του πληθυσμού τους ήταν πιο χαμηλή σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, και επειδή οι “”πηγές” μετανάστευσης ήταν από πολύ μακρινή προέλευση. Αλλά δεν μπορεί κανείς να εφαρμόσει άμεσα την εμπειρία και την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες, και οι κύριες πηγές μεταναστών είναι πολύ πιο κοντά στην Ευρώπη”.
Μια δομική αλλαγή όμως είναι και αυτή που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ ενόψει των εκλογών. Πόσο κινδυνεύουν οι δημοκρατικοί θεσμοί από την πολιτική του Τραμπ;
“Ανησυχώ πολύ για το μέλλον των δημοκρατικών θεσμών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. Ανάλογα με το αποτέλεσμά τους, οι επόμενες εκλογές των Πολιτειών θα μπορούσαν να αποβούν οι τελευταίες ελεύθερες, δημοκρατικές εκλογές που διοργανώνονται στη χώρα. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι πως πολλοί υποψήφιοι προσπαθούν να περιορίσουν τη φωνή των ψηφοφόρων και τη συμμετοχή τους στο εκλογικό αποτέλεσμα, στο όνομα της δημοκρατίας”.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που αναλύεται στο βιβλίο, είναι αν μια κρίση αποτελεί τελικά τον παράγοντα-κλειδί για μια χώρα για να αλλάξει. Παράδειγμα, είναι η μεταπολεμική Ευρώπη, αλλά και η Γερμανία.
“Τα έθνη, όπως τα άτομα, είναι πολύ πιο πιθανό να καταβάλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για να λύσουν ένα πρόβλημα όταν αντιμετωπίζουν μια κρίση. Αν ο/η σύζυγός σας σας πει, “φεύγω, θέλω διαζύγιο”, αυτό θα κεντρίσει την προσοχή σας πολύ περισσότερο και πιο δραστικά, απ’ ο,τι αρκετά χρόνια ενός αργά επιδεινούμενου γάμου. Αλλά υπάρχουν και παραδείγματα κρατών, όπως και ανθρώπων, που υιοθετούν μια άλλη φιλοσοφία χωρίς να έχουν μια κρίση να αντιμετωπίσουν. Το κυριότερο παράδειγμα στην Ευρώπη είναι η περίοδος των προδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη δεκαετία του 1950, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναγνώρισαν ότι έπρεπε να λάβουν μέτρα προς την ενότητα, αλλιώς θα μπορούσε να ξεσπάσει ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος”.
Το News 24/7 δημοσιεύει παρακάτω ένα απόσπασμα του βιβλίου που αφορά το πώς η Γερμανία κατάφερε να αφήσει πίσω το ναζιστικό της παρελθόν, και αναγνωρίζοντάς το ως γνώμονα αλλαγής, προχώρησε στον προσδιορισμό του νέου της DNA.
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό πως η μετάβαση του ’89 στο ενιαίο κράτος, έγινε με τρόπο απόλυτα ειρηνικό. Κομβικές στιγμές ήταν η φοιτητική εξέγερση τον Μάιο του ’68, όταν τα παιδιά των ναζί έθεσαν επί τάπητος τα δημοκρατικά ερωτήματα για τον πυρήνα της χώρας τους, και φυσικά η πτώση του Τείχους.
Απόσπασμα που εξασφάλισε αποκλειστικά το News 24/7
Ο συγγραφέας περιγράφει στο βιβλίο του, βάσει της προσωπικής του εμπειρίας:
“…γνωρίζαµε ήδη τι είχε διαδραµατιστεί µέσα από τις ιστορίες των γονέων της Μαρί (που ήταν επιζώντες) και από τα δελτία ειδήσεων των παιδικών µου χρόνων. Και ακόµα λιγότερο µπορούσαµε να φανταστούµε ότι θα µας επηρέαζε το πώς οι ίδιοι οι Γερµανοί εξηγούσαν (ή δικαιολογούσαν) τα στρατόπεδα.
Οι Γερµανοί να κρίνουν τον εαυτό τους
Εντέλει η επίσκεψή µας στο Νταχάου αποδείχτηκε συγκλονιστική εµπειρία – εξίσου ισχυρή µε τη µεταγενέστερη επίσκεψή µας στο πολύ µεγαλύτερο και πιο διαβόητο Άουσβιτς, το οποίο είναι επίσης µουσείο, αλλά όχι γερµανικό, γιατί βρίσκεται στην Πολωνία. Φωτογραφίες και κείµενα στα γερµανικά απεικόνιζαν και εξηγούσαν το στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου και το ιστορικό του: την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία το 1933, τον διωγµό των Εβραίων και των µη ναζιστών Γερµανών κατά τη δεκαετία του 1930, την πορεία του Χίτλερ προς τον πόλεµο, τη λειτουργία του στρατοπέδου Νταχάου και τη λειτουργία του υπόλοιπου συστήµατος ναζιστικών στρατοπέδων. Αντί να αποφεύγει τη γερµανική ευθύνη, η έκθεση αντικατόπτριζε το σύνθηµα του Φριτς Μπάουερ: «Οι Γερµανοί να κρίνουν τον εαυτό τους».
Αυτό που είδαµε τότε η γυναίκα µου και εγώ στο Νταχάου είναι µέρος αυτού που έχουν δει όλα τα Γερµανόπουλα από τη δεκαετία του ’70 και µετά. Στο σχολείο διδάσκονται εκτενώς για τις ναζιστικές φρικαλεότητες και πολλοί µαθητές επισκέπτονται µε το σχολείο τους πρώην στρατόπεδα συγκέντρωσης που, όπως και το Νταχάου, έχουν µετατραπεί σε µουσεία. Αυτή η αντιµετώπιση των εγκληµάτων του παρελθόντος σε επίπεδο έθνους δεν πρέπει να θεωρείται δεδοµένη. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω άλλη χώρα που να παίρνει τέτοιου είδους ευθύνη τόσο σοβαρά όσο η Γερµανία. Τα παιδιά της Ινδονησίας εξακολουθούν να µη διδάσκονται τίποτα για τις µαζικές δολοφονίες του 1965. Νέοι Ιάπωνες, τους οποίους γνωρίζω, µου λένε ότι δεν διδάχθηκαν τίποτα για τα εγκλήµατα πολέµου της Ιαπωνίας. Και δεν είναι εθνική πολιτική στις ΗΠΑ να διδάσκονται οι Αµερικανοί µαθητές κάθε ζοφερή λεπτοµέρεια για τα αµερικανικά εγκλήµατα στο Βιετνάµ και σε βάρος των ιθαγενών Αµερικανών και των Αφρικανών σκλάβων. Το 1961 είχα δει πολύ λιγότερα παραδείγµατα αυτής της τάσης των Γερµανών να παραδέχονται το σκοτεινό παρελθόν της χώρας τους. Στον βαθµό που µπορεί κάποιος να θεωρήσει ένα µόνο έτος ως συµβολικό ορόσηµο για τη Γερµανία από αυτή την άποψη, αυτό είναι το 1968.
Εξεγέρσεις και διαµαρτυρίες, κυρίως από φοιτητές, ξέσπασαν σε µεγάλο µέρος του ελεύθερου κόσµου τη δεκαετία του 1960. Ξεκίνησαν στις ΗΠΑ µε το Κίνηµα Πολιτικών Δικαιωµάτων, διαµαρτυρίες κατά του πολέµου του Βιετνάµ, το Κίνηµα Ελευθερίας του Λόγου στο Πανεπιστήµιο της Καλιφόρνιας Μπέρκλεϊ και το κίνηµα που ονοµαζόταν Φοιτητές για µια Δηµοκρατική Κοινωνία. Υπήρχαν επίσης εκτεταµένες φοιτητικές διαµαρτυρίες στη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιαπωνία, την Ιταλία και τη Γερµανία. Σε όλες τις άλλες χώρες, όπως στις ΗΠΑ, οι διαµαρτυρίες εν µέρει αποτελούσαν εξέγερση της νέας γενιάς ενάντια στην παλαιότερη γενιά. Αλλά στη Γερµανία αυτή η αντιπαράθεση των γενεών πήρε ιδιαίτερα βίαιη µορφή για δύο λόγους. Πρώτον, η εµπλοκή των προγενέστερων γενεών στον ναζισµό σήµαινε ότι το χάσµα µεταξύ της νεότερης και της παλαιότερης γενιάς ήταν πολύ πιο βαθύ από ό,τι στις ΗΠΑ. Δεύτερον, οι αυταρχικές τάσεις της παραδοσιακής γερµανικής κοινωνίας είχαν ως αποτέλεσµα να αναπτυχθούν αισθήµατα έντονης αµοιβαίας περιφρόνησης ανάµεσα στις παλαιότερες και τις νεότερες γενιές. Ενώ οι διαδηλώσεις µε το αίτηµα της φιλελευθεροποίησης αυξάνονταν στη Γερµανία σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η έκρηξη ήρθε το 1968. Γιατί το 1968;
Ich bin Jahrgang 1945
Όχι µόνο στη Γερµανία, αλλά και στις ΗΠΑ, κάθε γενιά έχει διαφορετικές εµπειρίες και από αυτές συχνά παίρνει το χαρακτηριστικό της όνοµα. Στις ΗΠΑ µιλάµε σε γενικές γραµµές για baby boomers, Gen X, millennials, και ούτω καθεξής. Αλλά οι αλλαγές από χρόνο σε χρόνο ήταν πιο γρήγορες και βαθιές στη Γερµανία από ό,τι στις ΗΠΑ. Όταν γνωρίζετε έναν νέο Αµερικανό φίλο και αρχίζετε να µιλάτε για την ιστορία της ζωής σας, µάλλον δεν ξεκινάτε λέγοντας: «Γεννήθηκα το 1945 και από αυτό θα καταλάβεις πολλά πράγµατα για τη ζωή και τις απόψεις µου χωρίς να χρειαστεί να σου εξηγήσω». Όµως οι Γερµανοί αρχίζουν όντως να εξηγούν λέγοντας, για παράδειγµα, «Ich bin Jahrgang 1945», που σηµαίνει «Είµαι γεννηθείς το 1945». Αυτό συµβαίνει επειδή όλοι οι Γερµανοί γνωρίζουν ότι οι συµπατριώτες τους έχουν πολύ διαφορετικές εµπειρίες ζωής ανάλογα µε το πότε γεννήθηκαν και µεγάλωσαν.
Τέτοια παραδείγµατα είναι οι εµπειρίες των Γερµανών φίλων µου που γεννήθηκαν γύρω στο 1937. Κανείς από αυτούς δεν µεγάλωσε σε συνθήκες που εµείς οι Αµερικανοί ή οι νεότεροι σύγχρονοι Γερµανοί θα θεωρούσαµε κανονική ζωή. Όλοι τους είχαν άσχηµες προσωπικές εµπειρίες λόγω του πολέµου. Για παράδειγµα, από τους έξι πιο στενούς φίλους µου που γεννήθηκαν γύρω στο 1937, ένας έµεινε ορφανός όταν ο στρατιώτης πατέρας του σκοτώθηκε στον πόλεµο, ένας παρακολουθούσε από µακριά να βοµβαρδίζεται η περιοχή όπου ζούσε ο πατέρας του –αν και ο δικός του πατέρας επέζησε–, η µία χωρίστηκε από τον πατέρα της από τότε που ήταν ενός έτους έως τα έντεκά της επειδή ήταν αιχµάλωτος πολέµου, ένας έχασε τους δύο µεγαλύτερους αδελφούς του στον πόλεµο, ένας κοιµόταν κάθε βράδυ κάτω από µια γέφυρα επειδή η πόλη του βοµβαρδιζόταν κάθε βράδυ και δεν ήταν ασφαλές να κοιµάσαι στο σπίτι σου και έναν τον έστελνε η µητέρα του κάθε µέρα να κλέψει κάρβουνο από µια σιδηροδροµική αποθήκη για να ζεσταθούν. Έτσι, οι Γερµανοί φίλοι µου του Jahrgang 1937 ήταν αρκετά µεγάλοι για να έχουν τραύµατα από τις αναµνήσεις του πολέµου και από το χάος και τη φτώχεια που ακολούθησαν και από το κλείσιµο των σχολείων τους. Αλλά δεν ήταν αρκετά µεγάλοι για να ενστερνιστούν τις ναζιστικές απόψεις που προσπαθούσε να τους ενσταλάξει η Hitler Jugend, η ναζιστική οργάνωση νεολαίας. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πολύ νέοι για να καταταγούν στον νέο δυτικογερµανικό στρατό που ιδρύθηκε το 1955. Το Jahrgang 1937 ήταν η τελευταία γενιά που δεν κλήθηκε για στράτευση σ’ αυτόν.
Αυτά τα γεγονότα που αφορούν τις διαφορετικές εµπειρίες των Γερµανών που γεννήθηκαν διαφορετικές χρονιές εξηγούν γιατί η Γερµανία έζησε µια βίαιη φοιτητική εξέγερση το 1968. Κατά µέσο όρο, οι Γερµανοί διαδηλωτές του 1968 ήταν γεννηµένοι γύρω στο 1945, ακριβώς στη λήξη του πολέµου. Ήταν πολύ νέοι για να ανατραφούν ναζιστικά ή να βιώσουν τον πόλεµο ή να θυµούνται τα µεταπολεµικά χρόνια του χάους και της φτώχειας. Μεγάλωσαν κυρίως µετά την οικονοµική ανάκαµψη της Γερµανίας, σε οικονοµικά εύκολους καιρούς. Δεν αγωνίζονταν για να επιβιώσουν· είχαν αρκετό ελεύθερο χρόνο και ασφάλεια για να διαθέτουν σε διαµαρτυρίες. Το 1968 ήταν εικοσάρηδες. Ήταν έφηβοι τη δεκαετία του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο Φριτς Μπάουερ αποκάλυπτε τα ναζιστικά εγκλήµατα των απλών Γερµανών της γενιάς των γονιών τους. Οι γονείς των διαδηλωτών που γεννήθηκαν το 1945 είχαν γεννηθεί κυρίως µεταξύ 1905 και 1925. Αυτό σήµαινε ότι οι γονείς της γερµανικής γενιάς του 1945 θεωρούνταν από τα παιδιά τους ως άνθρωποι που είχαν ψηφίσει τον Χίτλερ, είχαν υπακούσει τον Χίτλερ, είχαν αγωνιστεί για τον Χίτλερ ή είχαν µυηθεί στη ναζιστική ιδεολογία από τις σχολικές οργανώσεις της Hitler Jugend.
Μαµά, µπαµπά, τι κάνατε τα χρόνια του ναζισµού;
Όλοι οι έφηβοι έχουν την τάση να επικρίνουν και να αµφισβητούν τους γονείς τους. Όταν ο Φριτς Μπάουερ δηµοσίευε τα ευρήµατά του, οι περισσότεροι από τους γονείς των νεαρών Γερµανών που γεννήθηκαν το 1945 δεν µιλούσαν για τα ναζιστικά χρόνια – είχαν καταφύγει στη σκληρή δουλειά και στη δηµιουργία του µεταπολεµικού οικονοµικού θαύµατος. Αν ένα παιδί ρωτούσε «Μαµά, µπαµπά, τι κάνατε τα χρόνια του ναζισµού;», οι γονείς του έδιναν απαντήσεις παρόµοιες µε εκείνες που µου έδωσαν οι ηλικιωµένοι Γερµανοί το 1961: «Νεαρέ µου, δεν έχεις ιδέα τι είναι να ζεις υπό ολοκληρωτικό καθεστώς. Δεν µπορείς να ενεργήσεις µε βάση τα πιστεύω σου». Φυσικά, αυτή η δικαιολογία δεν ικανοποιούσε τους νέους.
Το αποτέλεσµα ήταν ότι οι Γερµανοί του Jahrgang 1945 κόλλησαν στους γονείς τους και στη γενιά των γονιών τους τη ρετσινιά του ναζί. Αυτό εξηγεί γιατί οι διαµαρτυρίες των φοιτητών πήραν βίαιη µορφή και στην Ιταλία και την Ιαπωνία, τις άλλες δύο χώρες του Άξονα. Αντίθετα, στις Ηνωµένες Πολιτείες, οι γονείς των Αµερικανών που γεννήθηκαν το 1945 δεν θεωρούνταν εγκληµατίες πολέµου αλλά ήρωες. Αυτό δεν σηµαίνει ότι οι έφηβοι της δεκαετίας του 1960 στην Αµερική, όπως και αλλού, δίσταζαν να επικρίνουν τους γονείς τους. Σηµαίνει απλώς ότι δεν τους περιφρονούσαν βλέποντάς τους ως εγκληµατίες πολέµου.
Μια στιγµή του 1968 µε συµβολική σηµασία ήταν το επεισόδιο µε πρωταγωνίστρια µια νεαρή Γερµανίδα, την Μπεάτε Κλάρσφελντ (γεννηµένη αρκετά χρόνια πριν από το Jahrgang 1945), παντρεµένη µε Εβραίο του οποίου ο πατέρας είχε πεθάνει στο Άουσβιτς. Στις 7 Νοεµβρίου 1968 χαστούκισε τον καγκελάριο της Δυτικής Γερµανίας Κουρτ Κίζινγκερ φωνάζοντας «ναζί!», επειδή είχε υπάρξει µέλος του ναζιστικού κόµµατος. Αλλά ενώ η συµµετοχή των γονιών τους στα ναζιστικά εγκλήµατα έκανε τους Γερµανούς που είχαν γεννηθεί γύρω στο 1945 να τους περιφρονούν, το ναζιστικό παρελθόν δεν ήταν η µόνη αιτία των διαµαρτυριών του 1968.
Οι Γερµανοί φοιτητές διαδήλωναν ακόµα περισσότερο ενάντια σε αυτά για τα οποία διαµαρτύρονταν και οι Αµερικανοί φοιτητές και «χίπις» του 1968: τον πόλεµο του Βιετνάµ, την εξουσία, τη µπουρζουάδικη ζωή, τον καπιταλισµό, τον ιµπεριαλισµό και την παραδοσιακή ηθική. Οι Γερµανοί του 1968 εξίσωναν τη σύγχρονη καπιταλιστική γερµανική κοινωνία µε τον φασισµό, ενώ οι συντηρητικοί ηλικιωµένοι Γερµανοί, µε τη σειρά τους, θεωρούσαν τους βίαιους νέους αριστερούς επαναστάτες «παιδιά του Χίτλερ», µια µετενσάρκωση των βίαιων φανατικών ναζιστικών οργανώσεων SΑ και Ες-Ες. Πολλοί από τους εξεγερµένους ήταν ακροαριστεροί. Μερικοί µάλιστα εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Γερµανία, η οποία µε τη σειρά της διοχέτευε χρήµατα και έγγραφα σε συµπαθούντες στη Δυτική Γερµανία. Οι µεγαλύτεροι Δυτικογερµανοί απάντησαν στους αντάρτες λέγοντας: «Εντάξει, πηγαίνετε στην Ανατολική Γερµανία αν δεν σας αρέσει εδώ!».
Το 1968 οι Γερµανοί ριζοσπάστες φοιτητές κατέφυγαν στη βία πολύ περισσότερο από όσο οι συγκαιρινοί τους Αµερικανοί. Μερικοί πήγαν στην Παλαιστίνη για να εκπαιδευτούν στο αντάρτικο πόλεων. Οι πιο γνωστές από αυτές τις γερµανικές τροµοκρατικές οµάδες ήταν η Φράξια Κόκκινος Στρατός – Rote Armee Fraction (RAF), γνωστή και ως οµάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, από τα ονόµατα δύο αρχηγών της (Ουλρίκε Μάινχοφ και Αντρέας Μπάαντερ) που έγιναν ιδιαίτερα διαβόητοι. Οι τροµοκράτες ξεκίνησαν µε εµπρηστικές επιθέσεις σε καταστήµατα και κατόπιν προχώρησαν σε απαγωγές, βοµβαρδισµούς και δολοφονίες. Ανάµεσα στα θύµατα που απήγαγαν ή δολοφόνησαν ήταν εξέχουσες µορφές του γερµανικού «κατεστηµένου», όπως ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Δυτικού Βερολίνου, ένας υποψήφιος δήµαρχος του Δυτικού Βερολίνου, ο οµοσπονδιακός εισαγγελέας της Γερµανίας, ο πρόεδρος της Deutsche Bank και ο πρόεδρος της Ένωσης Εργοδοτών της Δυτικής Γερµανίας.
Το αποτέλεσµα ήταν ότι ακόµα και Γερµανοί αριστεροί άρχισαν να αισθάνονται όλο και περισσότερο ότι απειλούνται από τη βία της ριζοσπαστικής αριστεράς και απέσυραν την υποστήριξή τους. Η τροµοκρατία της Δυτικής Γερµανίας κορυφώθηκε τα έτη 1971 έως 1977 και έφτασε στο αποκορύφωµα το 1977, όταν ο Αντρέας Μπάαντερ και δύο άλλοι ηγέτες της RAF αυτοκτόνησαν στη φυλακή µετά την αποτυχηµένη απόπειρα αεροπειρατείας σε αεροπλάνο της Lufthansa µε στόχο να απελευθερωθούν οι τροµοκράτες. Ακολούθησαν δύο ακόµα κύµατα τροµοκρατίας, µέχρι το 1998, που η RΑF ανακοίνωσε τη διάλυσή της.
Η γερµανική φοιτητική εξέγερση του 1968 περιγράφεται µερικές φορές ως «µια επιτυχηµένη αποτυχία». Δηλαδή, ενώ οι εξτρεµιστές φοιτητές απέτυχαν στους στόχους τους να αντικαταστήσουν τον καπιταλισµό µε ένα διαφορετικό οικονοµικό σύστηµα και να ανατρέψουν τη δηµοκρατική κυβέρνηση της Δυτικής Γερµανίας, έµµεσα πέτυχαν αρκετούς από τους στόχους τους, επειδή κάποια αιτήµατά τους ικανοποιήθηκαν από την κυβέρνηση της Δυτικής Γερµανίας και πολλές από τις ιδέες τους υιοθετήθηκαν από το κυρίαρχο ρεύµα της γερµανικής κοινωνίας. Με τη σειρά τους, κάποιοι από τους ριζοσπάστες του 1968 κατέλαβαν αργότερα ηγετικές πολιτικές θέσεις στο Πράσινο Κόµµα της Δυτικής Γερµανίας – όπως ο Γιόσκα Φίσερ, που µετά την επαναστατική φάση του ανέπτυξε συµπάθεια στα κοµψά κοστούµια και τα καλά κρασιά και έγινε υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερµανίας και Αντικαγκελάριος.
Η παραδοσιακή γερµανική κοινωνία ήταν πολιτικά και κοινωνικά αυταρχική. Αυτές οι ιδιότητες, που υπήρχαν ήδη πολύ πριν από τον Χίτλερ, εκδηλώθηκαν µε σαφήνεια στη ναζιστική κοινωνία µε την έµφαση στην Führerprinzip, την αρχή του απόλυτου αρχηγού. Όχι µόνο ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν επίσηµα γνωστός ως φύρερ, «Führer», στον οποίο όλοι οι Γερµανοί ορκίζονταν απόλυτη υπακοή, αλλά και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας όλοι οι πολίτες όφειλαν να υπακούν στους αρχηγούς.
Αν και η συντριπτική ήττα της Γερµανίας στον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο απαξίωσε το αυταρχικό γερµανικό κράτος, οι παλιές ελίτ και η σκέψη τους παρέµειναν ζωντανές µετά τον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο. Ακολουθούν µερικά µη πολιτικά παραδείγµατα που αντιµετώπισα κατά τη διάρκεια της παραµονής µου στη Γερµανία το 1961.
Η τακτική να ξυλοκοπούνται τα παιδιά ήταν ευρέως διαδεδοµένη και όχι µόνο επιτρεπόταν, αλλά συχνά θεωρούνταν υποχρεωτική για τους γονείς. Εργαζόµουν σε ένα γερµανικό ινστιτούτο επιστηµονικής έρευνας, του οποίου ο διευθυντής µε δική του πρωτοβουλία έπαιρνε αποφάσεις που καθόριζαν τη σταδιοδροµία των εκατόν είκοσι επιστηµόνων του ινστιτούτου του. Για παράδειγµα, για να µπορεί κάποιος να διδάξει σε πανεπιστήµιο της Γερµανίας έπρεπε να έχει δίπλωµα ανώτερο από το διδακτορικό, που ονοµάζεται Habilitation. Αλλά ο διευθυντής µου επέτρεπε µόνο σε έναν από τους εκατόν είκοσι επιστήµονές του να αποκτούν Habilitation κάθε χρόνο και τον επέλεγε ο ίδιος. Όπου κι αν πήγαινες –στον δρόµο, στα πάρκα, στα σχολεία, στα ιδιωτικά και στα δηµόσια κτίρια– υπήρχαν ταµπέλες που έγραφαν «απαγορεύεται» (verboten) και έδιναν οδηγίες για το τι πρέπει να κάνεις και να µην κάνεις. Ένα πρωί, ένας από τους Γερµανούς συναδέλφους µου έφτασε στη δουλειά έξαλλος από θυµό, επειδή το προηγούµενο βράδυ είχε γυρίσει στο σπίτι του και είχε βρει το γκαζόν µπροστά από την πολυκατοικία, όπου έπαιζαν τα παιδιά του, κλεισµένο µε συρµατόπλεγµα (που στη Γερµανία έχει συνδεθεί ανεξίτηλα µε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης). Όταν ο φίλος µου ζήτησε τον λόγο από τον διαχειριστή, ο δεύτερος τον αντιµετώπισε ψυχρά: «Απαγορεύεται να πατάµε στο γρασίδι (Betreten des Rasens verboten), αλλά αυτά τα παλιόπαιδα (verwöhnte Kinder) πατούσαν στο γρασίδι, οπότε θεώρησα ότι έχω κάθε δικαίωµα (ich fühlte mich berechtigt) να τα αποτρέψω τοποθετώντας συρµατόπλεγµα (Stacheldraht)».
Εξετάζοντάς τα εκ των υστέρων, βλέπουµε ότι οι αυταρχικές συµπεριφορές και στάσεις στη Γερµανία αρχίζουν ήδη να αλλάζουν κατά και λίγο µετά την επίσκεψή µου το 1961. Ένα γνωστό παράδειγµα ήταν η Υπόθεση Spiegel του 1962. Όταν το εβδοµαδιαίο περιοδικό Der Spiegel, που επέκρινε συχνά την οµοσπονδιακή κυβέρνηση, δηµοσίευσε ένα άρθρο µε το οποίο αµφισβητούσε τη δύναµη του γερµανικού στρατού (Bundeswehr), ο υπουργός Άµυνας του καγκελαρίου Αντενάουερ Φραντς Γιόζεφ Στράους αντέδρασε µε αλαζονεία και αυταρχισµό, συλλαµβάνοντας τους συντάκτες του Der Spiegel και κατάσχοντας τους φακέλους τους µε την κατηγορία ότι είναι ύποπτοι εσχάτης προδοσίας. Η τεράστια δηµόσια κατακραυγή που ακολούθησε ανάγκασε την κυβέρνηση να εγκαταλείψει την τακτική της καταστολής και υποχρέωσε τον Στράους να παραιτηθεί. Όµως ο Στράους παρέµεινε ισχυρός, υπηρέτησε ως πρωθυπουργός του γερµανικού κρατιδίου της Βαυαρίας από το 1978 έως το 1988 και διεκδίκησε την καγκελαρία το 1980. (Ηττήθηκε.)
Μετά το 1968 οι τάσεις φιλελευθεροποίησης που είχαν ήδη δροµολογηθεί έγιναν ισχυρότερες. Το 1969 προκάλεσαν την ήττα του συντηρητικού κόµµατος που είχε κυβερνήσει τη Γερµανία χωρίς διακοπή, συµµετέχοντας σε διάφορες συµµαχίες, επί είκοσι χρόνια. Σήµερα η Γερµανία είναι κοινωνικά πολύ πιο ελεύθερη από ό,τι ήταν το 1961. Τα παιδιά δεν τρώνε πια ξύλο – για την ακρίβεια, αυτό απαγορεύεται από τον νόµο! Το ντύσιµο είναι πιο ανεπίσηµο, οι ρόλοι των γυναικών λιγότερο άνισοι (πρβλ. την επί µακρόν καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ) και γίνεται συχνότερα χρήση της ανεπίσηµης αντωνυµίας Du και σπανιότερα της επίσηµης αντωνυµίας Sie (εσύ και εσείς).
Ωστόσο, εξακολουθούν να µε ξαφνιάζουν όλες αυτές οι ταµπέλες µε τη λέξη verboten κάθε φορά που επισκέπτοµαι τη Γερµανία. Οι Γερµανοί φίλοι µου που έχουν εµπειρία των ΗΠΑ είτε θεωρούν τη σηµερινή Γερµανία λιγότερο αυταρχική από τις ΗΠΑ είτε µου λένε ιστορίες τρόµου σχετικά µε τη σηµερινή γερµανική ιεραρχική συµπεριφορά. Αντίθετα, όταν ρωτάω Αµερικανούς που έχουν επισκεφθεί τη Γερµανία αν αντιλαµβάνονται τη χώρα ως αυταρχική, παίρνω δύο ειδών απαντήσεις, ανάλογα µε την ηλικία του ερωτώµενου. Οι νεότεροι Αµερικανοί επισκέπτες, που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1970 ή δεν είχαν εµπειρία από τη Γερµανία της δεκαετίας του 1950, συγκρίνουν ενστικτωδώς τη σηµερινή Γερµανία µε τις σηµερινές ΗΠΑ και λένε ότι η γερµανική κοινωνία εξακολουθεί να είναι αυταρχική. Μεγαλύτερης ηλικίας Αµερικανοί επισκέπτες, όπως εγώ, που έζησαν τη Γερµανία στα τέλη της δεκαετίας του 1950, αντιπαραβάλλουν τη Γερµανία τού σήµερα µε τη Γερµανία της δεκαετίας του 1950 και λένε ότι η Γερµανία σήµερα είναι πολύ λιγότερο αυταρχική από ό,τι πριν. Νοµίζω ότι και οι δύο συγκρίσεις ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Ο καταλύτης Βίλι Μπραντ
Η ειρηνική επίτευξη πολλών αιτηµάτων της φοιτητικής εξέγερσης του 1968 από την κυβέρνηση επιταχύνθηκε επί των ηµερών του καγκελαρίου Βίλι Μπραντ. Γεννηµένος το 1913, αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα για να γλιτώσει από τους ναζί λόγω των πολιτικών του φρονηµάτων και πέρασε τα χρόνια του πολέµου στη Νορβηγία και τη Σουηδία. Το 1969 έγινε ο πρώτος αριστερός καγκελάριος της Δυτικής Γερµανίας ως επικεφαλής του κόµµατος SPD, µετά από είκοσι χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης από συντηρητικούς καγκελάριους που ανήκαν στο κόµµα CDU του Κόνρατ Αντενάουερ. Επί Μπραντ, η Γερµανία δροµολόγησε κοινωνικές µεταρρυθµίσεις που περιλάµβαναν πολλά από τα αιτήµατα των φοιτητών, όπως η προσπάθεια να γίνει η Γερµανία λιγότερο αυταρχική και να προωθηθούν τα δικαιώµατα των γυναικών.
Αλλά τα µεγαλύτερα επιτεύγµατα του Μπραντ είχαν να κάνουν µε τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας. Οι προηγούµενες συντηρητικές κυβερνήσεις της Δυτικής Γερµανίας αρνούνταν να αναγνωρίσουν νόµιµα την ύπαρξη ανατολικογερµανικής κυβέρνησης και επέµεναν ότι η Δυτική Γερµανία είναι ο µόνος νόµιµος εκπρόσωπος του γερµανικού λαού. Η Δυτική Γερµανία δεν είχε διπλωµατικές σχέσεις µε άλλη ανατολικοευρωπαϊκή κοµµουνιστική χώρα εκτός από τη Σοβιετική Ένωση. Είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει την de facto απώλεια όλων των γερµανικών εδαφών ανατολικά των ποταµών Όντερ και Νάισε: την Ανατολική Πρωσία από τη Σοβιετική Ένωση και των υπόλοιπων από την Πολωνία.
Ο Μπραντ εγκαινίασε µια νέα εξωτερική πολιτική που ανέτρεψε όλες αυτές τις αρνήσεις. Υπέγραψε συνθήκη µε την Ανατολική Γερµανία και ανέπτυξε διπλωµατικές σχέσεις µε την Πολωνία και άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Αναγνώρισε τη γραµµή Όντερ-Νάισε ως σύνορο µε την Πολωνία και δέχτηκε έτσι την αµετάκλητη απώλεια όλων των γερµανικών εδαφών ανατολικά της γραµµής αυτής, συµπεριλαµβανοµένων των περιοχών που ήταν από καιρό γερµανικές και έπαιζαν κεντρικό ρόλο στη γερµανική ταυτότητα: της Σιλεσίας και τµήµατα της Πρωσίας και της Ποµερανίας. Αυτή η αποκήρυξη ήταν ένα τεράστιο βήµα και πολύ πικρό χάπι για το συντηρητικό CDU, το οποίο ανακοίνωσε ότι θα ακύρωνε τις συνθήκες αν έπαιρνε πάλι την εξουσία στις εκλογές του 1972. Ωστόσο, οι Γερµανοί ψηφοφόροι κατάπιαν µαζί µε τον Μπραντ το πικρό χάπι και το κόµµα του κέρδισε τις εκλογές του 1972 µε αυξηµένη πλειοψηφία.
Η πιο δραµατική στιγµή της καριέρας του Μπραντ συνέβη κατά την επίσκεψή του στην πρωτεύουσα της Πολωνίας Βαρσοβία το 1970. Η Πολωνία ήταν η χώρα µε το υψηλότερο ποσοστό απώλειας άµαχου πληθυσµού στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου. Ήταν ο τόπος των µεγαλύτερων ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης. Οι Πολωνοί είχαν σοβαρούς λόγους να απεχθάνονται τους Γερµανούς και να τους θεωρούν αµετανόητους ναζί. Κατά την επίσκεψή του στη Βαρσοβία, στις 7 Δεκεµβρίου 1970, ο Μπραντ επισκέφθηκε το γκέτο της Βαρσοβίας, χώρο µιας αποτυχηµένης εβραϊκής εξέγερσης κατά της ναζιστικής κατοχής τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1943. Μπροστά σε πλήθος Πολωνών, ο Μπραντ γονάτισε αυθόρµητα, αναγνώρισε τα εκατοµµύρια των θυµάτων των ναζί και ζήτησε συγγνώµη για τη δικτατορία του Χίτλερ και τον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο (Εικόνα 6.5). Ακόµα και οι Πολωνοί που συνέχισαν να είναι καχύποπτοι απέναντι στους Γερµανούς αναγνώρισαν ότι η συµπεριφορά του Μπραντ ήταν αυθόρµητη, ειλικρινής και πέρα για πέρα αληθινή. Στον σηµερινό κόσµο των προσεκτικά σχεδιασµένων, ψυχρών διπλωµατικών δηλώσεων, το γονάτισµα του Μπραντ στο γκέτο της Βαρσοβίας ξεχωρίζει ως µια µοναδική στα χρονικά ειλικρινής συγγνώµη από τον ηγέτη µιας χώρας προς τον λαό µιας άλλης χώρας που υπέφερε πολύ. Αντίθετα, σκεφτείτε πόσοι άλλοι ηγέτες δεν γονάτισαν και δεν ζήτησαν ποτέ συγγνώµη: Αµερικανοί πρόεδροι από τους Βιετναµέζους, πρωθυπουργοί της Ιαπωνίας από τους Κορεάτες και τους Κινέζους, ο Στάλιν από τους Πολωνούς και τους Ουκρανούς, ο Ντε Γκωλ από τους Αλγερινούς, και άλλοι.
Η πολιτική αποπληρωµή της συµπεριφοράς του Μπραντ δεν ήρθε παρά είκοσι ολόκληρα χρόνια µετά την επίσκεψή του στο γκέτο της Βαρσοβίας και πολύ µετά την παραίτησή του από την καγκελαρία το 1974. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 δεν υπήρχε τίποτα που µπορούσε να κάνει άµεσα ένας Δυτικογερµανός καγκελάριος για να επιφέρει την επανένωση της Δυτικής και της Ανατολικής Γερµανίας. Οι δύο καγκελάριοι που ακολούθησαν τον Μπραντ, ο Χέλµουτ Σµιτ του SPD και ο Χέλµουτ Κολ του CDU, συνέχισαν τις πολιτικές του Μπραντ και τις εµπορικές σχέσεις µε την Ανατολική Γερµανία, επιδιώκοντας τη συµφιλίωση µε τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και καλλιεργώντας καλές προσωπικές σχέσεις µε ηγέτες των µεγάλων χωρών που βρίσκονταν πέρα από το Σιδηρούν Παραπέτασµα. Οι ΗΠΑ και η Δυτική Ευρώπη κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι η Δυτική Γερµανία ήταν πλέον σταθερά δηµοκρατική και αξιόπιστος σύµµαχος. Η Σοβιετική Ένωση και οι εταίροι της στο Ανατολικό Μπλοκ κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι η Δυτική Γερµανία ήταν πλέον σηµαντικός εµπορικός εταίρος και δεν αποτελούσε στρατιωτική ή εδαφική απειλή.
Η συνθήκη του Μπραντ, καθώς και οι µεταγενέστερες συµφωνίες του Σµιτ και του Κολ µεταξύ των δύο Γερµανιών επέτρεψαν σε εκατοντάδες χιλιάδες Δυτικογερµανούς να επισκεφθούν την Ανατολική Γερµανία και σε έναν µικρό αριθµό Ανατολικογερµανών να επισκεφθούν τη Δυτική Γερµανία. Το εµπόριο µεταξύ των δύο χωρών αυξήθηκε. Όλο και περισσότερο, οι Ανατολικογερµανοί κατάφερναν να παρακολουθούν δυτικογερµανική τηλεόραση. Αυτό τους επέτρεψε να συγκρίνουν µόνοι τους το υψηλό και αυξανόµενο βιοτικό επίπεδο στη Δυτική Γερµανία και το χαµηλό και µειούµενο βιοτικό επίπεδο στην Ανατολική Γερµανία. Τα οικονοµικά και πολιτικά προβλήµατα αυξάνονταν επίσης στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ήταν λιγότερο ικανή να επιβάλει τη βούλησή της σε άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχή του τέλους για την Ανατολική Γερµανία ήταν ένα βήµα εντελώς έξω από τον έλεγχο είτε της Δύσης είτε της Ανατολικής Γερµανίας: στις 2 Μαΐου 1989, η Ουγγαρία, µια χώρα του Ανατολικού Μπλοκ που στα βόρεια χωριζόταν από την Ανατολική Γερµανία από µια άλλη χώρα του Ανατολικού Μπλοκ (Τσεχοσλοβακία), αποφάσισε να αφαιρέσει τον φράχτη που δυτικά τη χώριζε από την Αυστρία, µια δυτική δηµοκρατία που συνορεύει µε τη Δυτική Γερµανία. Όταν η Ουγγαρία άνοιξε επίσηµα αυτά τα σύνορα τέσσερις µήνες αργότερα, χιλιάδες Ανατολικογερµανοί εκµεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να διαφύγουν µέσω της Τσεχοσλοβακίας και της Ουγγαρίας στη Δύση. (Η επίσηµη ηµεροµηνία ανοίγµατος των συνόρων ήταν η 11η Σεπτεµβρίου, κατά σύµπτωση επίσης η ηµεροµηνία του πραξικοπήµατος του Πινοτσέτ το 1973 στη Χιλή και της επίθεσης στους πύργους του Παγκόσµιου Κέντρου Εµπορίου το 2001 στις ΗΠΑ).
Σύντοµα εκατοντάδες χιλιάδες Ανατολικογερµανοί που διαµαρτύρονταν κατά της κυβέρνησής τους βγήκαν στους δρόµους της Λειψίας και κατόπιν κι άλλων πόλεων της Ανατολικής Γερµανίας. Η ανατολικογερµανική κυβέρνηση σκόπευε να απαντήσει ανακοινώνοντας ότι στο εξής θα εξέδιδε άδειες για απευθείας ταξίδια στη Δυτική Γερµανία. Ωστόσο, ο υπάλληλος που έκανε την ανακοίνωση στην τηλεόραση µπερδεύτηκε και δήλωσε ότι η κυβέρνηση επέτρεπε «αµέσως» την είσοδο στη Δυτική Γερµανία. Εκείνη τη νύχτα (9 Νοεµβρίου 1989), δεκάδες χιλιάδες Ανατολικογερµανοί εκµεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να περάσουν αµέσως στο Δυτικό Βερολίνο, χωρίς να τους εµποδίσουν οι συνοριοφύλακες.
Ενώ ο τότε καγκελάριος της Γερµανίας Χέλµουτ Κολ δεν ήταν αυτός που είχε δηµιουργήσει το άνοιγµα, ήξερε πώς να το εκµεταλλευτεί προσεκτικά. Τον Μάιο του 1990 συνήψε µια συνθήκη οικονοµικής και προνοιακής (αλλά όχι ακόµα πολιτικής) ενοποίησης µεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερµανίας. Δούλεψε µε µεθοδικότητα και διακριτικότητα έτσι ώστε να εξουδετερώσει την απροθυµία των Δυτικών και των Σοβιετικών να επιτρέψουν τη γερµανική επανένωση. Για παράδειγµα, στη σηµαντική συνάντησή του µε τον Σοβιετικό πρόεδρο Γκορµπατσόφ τον Ιούλιο του 1990, προσέφερε στη Σοβιετική Ένωση ένα µεγάλο πακέτο οικονοµικής βοήθειας και έπεισε τον Γκορµπατσόφ όχι µόνο να ανεχτεί τη γερµανική επανένωση, αλλά και την ένταξη της ενωµένης Γερµανίας στο ΝΑΤΟ. Στις 3 Οκτωβρίου 1990, η Ανατολική Γερµανία διαλύθηκε και οι περιφέρειές της εντάχθηκαν στη (Δυτική) Γερµανία ως νέα κρατίδια (Bundesländer)”.
Tips για τον συγγραφέα:
#-Ο διαπρεπής και πολυβραβευμένος Jared Diamond είναι καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Λος Άντζελες. Έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το αμερικανικό National Medal of Science, το ιαπωνικό International Cosmos Prize, το MacArthur Foundation Fellowship και το Pulitzer στην κατηγορία General Non-fiction, ενώ είναι εκλεγμένο μέλος της αμερικανικής National Academy of Sciences.
-Έχει συγγράψει τα διεθνή best sellers “Όπλα, Μικρόβια και Ατσάλι, Κατάρρευση”, “Γιατί το Σεξ είναι Διασκεδαστικό;”, “Ο Κόσμος μέχρι Χθες” και “Ο Τρίτος Χιμπατζής”, και παρουσιάζει σειρές τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ που βασίζονται στα τρία τελευταία βιβλία.
-Έχει βραβευτεί με το βραβείο Pulitzer στην κατηγορία General Non-fiction
–Το βιβλίο ήταν υποψήφιο στα Goodreads Choice Awards για την κατηγορία Ιστορία και Βιογραφία (2019)
–Διαβάστε άρθρο του συγγραφέα για την πανδημία στους Financial Times (28/05/2020)
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.