Η Χιλή μετά το δημοψήφισμα: Προχωρώντας με το βλέμμα προς τα πίσω

Η Χιλή μετά το δημοψήφισμα: Προχωρώντας με το βλέμμα προς τα πίσω
Ο πρόεδρος της Χιλής, Γκαμπριέλ Μπόριτς (AP/Luis Hidalgo)

Η ευρεία επικράτηση του "όχι" στο νέο Σύνταγμα έναντι του "ναι" θεωρήθηκε μέγα πολιτικό παράδοξο. Ποιοι είναι οι λόγοι.

Κάποιοι θα σχολίαζαν το ενδεχόμενο θέσμισης νέου Συντάγματος στη Χιλή με τη φράση «το καλό πράγμα αργεί να γίνει», ενώ κάποιοι άλλοι, με μια δόση γλαφυρότητας αλλά και πικρίας, θα επισήμαιναν ότι «οι ιστορικές ευκαιρίες υπάρχουν για να χάνονται». Οι στερεοτυπικές αυτές εκφράσεις έχουν κάποια απήχηση στη χώρα της Λατινικής Αμερικής, κυρίως μεταξύ των υποστηρικτών μιας ουσιαστικής αλλαγής συσχετισμών ανάμεσα στο λαό και το ολιγαρχικό κατεστημένο από την προοδευτική κυβέρνηση του Γκαμπριέλ Μπόριτς.

Το προσχέδιο του νέου Συντάγματος, το οποίο είχε διαμορφώσει μια Συντακτική Συνέλευση η οποία για πρώτη φορά στα χρονικά απαρτιζόταν εξίσου από γυναίκες και άνδρες, τέθηκε σε δημοψήφισμα έπειτα από σχεδόν δύο έτη εργασιών της επιτροπής για την αναθεώρηση του υφιστάμενου Συντάγματος. Στις 4 Σεπτεμβρίου οι Χιλιανοί επιβεβαίωσαν τις δημοσκοπήσεις: Το 61,87% όσων προσήλθαν στην κάλπη ψήφισε «όχι» στο νέο Σύνταγμα, ενώ μόλις το 38,22% «ναι». Το «ναι» επικράτησε σε δύο μόνο δήμους της Βόρειας Χιλής και σε τέσσερις λαϊκές συνοικίες νότια του κέντρου της

πρωτεύουσας Σαντιάγκο (εικόνα 1).

Εικόνα 1 : Χάρτης που αναλόγως τον χρωματισμό δηλώνει την επικρατούσα πρόταση από τις 2 μεταξύ κάθε χιλιανού δήμου στο Δημοψήφισμα της 4 Σεπτεμβρίου. Όσο πιο έντονο το χρώμα, τόσο αντίστοιχα δηλώνεται η υποστήριξη στην πρόταση «Εγκρίνεται» (πράσινο χρώμα) ή «Απορρίπτεται» (κόκκινο χρώμα). Πάνω δεξιά –σε μεγέθυνση- η Μητροπολιτική περιοχή του Σαντιάγκο.

Το αποτέλεσμα ήταν επομένως τόσο συντριπτικό, ώστε έγινε λόγος από την κεντροδεξιά και δεξιά αντιπολίτευση της Χιλής ακόμη και για παραίτηση του Μπόριτς και της κυβέρνησής του. Φυσικά αυτό δεν έγινε, ωστόσο η αναδιάταξη δυνάμεων εντός του κυβερνητικού (κεντρο)αριστερού-πράσινου συνασπισμού, γνωστή και ως «ανασχηματισμός», έλαβε χώρα μόλις τρεις ημέρες μετά.

«Μα γιατί να είναι παράδοξο;»

Εύλογα θα ανέμενε κανείς να υπερτερήσει η επιλογή που δεν στηρίζεται από την κυβέρνηση σε ένα –κομβικό για την πορεία της χώρας– δημοψήφισμα, μιας και εκείνη δεν στάθηκε ικανή να φέρει εις πέρας τις προεκλογικές της υποσχέσεις, απογοητεύοντας τις ευρείες λαϊκές μάζες. Είναι εξίσου αναμενόμενο σε ένα δημοψήφισμα να πλειοψηφήσει η μία πλευρά και να μειοψηφήσει η έτερη. Όχι όμως στη Χιλή του 2022.

Η ευρεία επικράτηση του «όχι» στο νέο Σύνταγμα έναντι του «ναι» θεωρήθηκε μέγα πολιτικό παράδοξο για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι το δικαίωμα να προκρίνουν οι πολίτες το «ναι» σε ένα Σύνταγμα που θα αντικαθιστούσε το ισχύον του καθεστώτος Πινοσέτ, που χρονολογείται από το 1980, στην κυριολεξία κερδήθηκε στο δρόμο με αίμα και έπειτα δύο φορές στις κάλπες με ισάριθμες εκλογικές επικρατήσεις. Το 78% των ψηφισάντων ενέκρινε την έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας τον Νοέμβριο του 2020 και εν συνεχεία ο Γκάμπριελ Μπόριτς, ως υποψήφιος του πράσινου-αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος «Εγκρίνω την Αξιοπρέπεια», αναδείχθηκε στο ύπατο πολιτικό αξίωμα με ποσοστό περίπου 56%, πλειοψηφώντας τον Δεκέμβριο του 2021 έναντι του ακροδεξιού Καστ (που συγκέντρωσε περίπου το 44% των ψήφων).

Εικόνα 2 : Πρόσφατη δημοσκόπηση που δηλώνει την κομματική προτίμηση στη Χιλή. Η ένδειξη «govt.» είναι διακριτή κάτω από την μπάρα κάθε κομματικού συνδυασμού που συμμετέχει στην κυβέρνηση

Δεύτερον, διότι το γενικότερο πολιτικό κλίμα αλλά και οι μείζονες δημοσκοπικοί δείκτες, όπως, λόγου χάρη, η υποστήριξη σε ένα νέο Σύνταγμα που να αντικαθιστά το τρέχον (77%) και ο δείκτης εμπιστοσύνης στον Πρόεδρο και την κυβέρνηση μία εβδομάδα μετά το δημοψήφισμα (30%-39%, ανάλογα με τη δημοσκοπική εταιρία), παρέμειναν σχετικά αμετάβλητα τους τελευταίους μήνες. Το ίδιο και ο δείκτης κομματικής προτίμησης, αναδεικνύοντας μια σαφή υπεροχή της τωρινής κυβέρνησης και εν γένει του προοδευτικού χώρου έναντι των συντηρητικών αντιπολιτευτικών πόλων, που είχαν ηττηθεί στις κάλπες εννέα μήνες νωρίτερα με αναλογία περίπου δύο προς ένα (εικόνα 2).

«Τι έφταιξε τότε;»

Για τον μέσο Χιλιανό τα παραπάνω, όπως και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης σε διάφορους τομείς άσκησης πολιτικής (με την τροποποίηση του στρεβλού μοντέλου αλιείας, την ενίσχυση του δασοπυροσβεστικού σώματος και τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, με μετατόπιση των φορολογικών βαρών από την κατώτερη μεσαία και την εργατική τάξη στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, να δεσπόζουν), θα αρκούσαν ώστε να στηρίξει με την ψήφο του ένα Σύνταγμα που είχε περιγραφεί ως «ένα από τα πλέον προοδευτικά της σύγχρονης εποχής», κατοχυρώνοντας με κάθε επισημότητα, μεταξύ άλλων, την ίση εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών στον δημόσιο τομέα, προβλέποντας παράλληλο σύστημα δικαιοσύνης για τους ιθαγενείς πληθυσμούς, καθιστώντας το κράτος αποκλειστικά υπεύθυνο για την καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης και αναβαθμίζοντας παράλληλα το ηλεκτρικό ρεύμα και το νερό σε δημόσια αγαθά.

Ωστόσο, εάν κάποιος διαβάσει αμερόληπτα και διεξοδικά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, πιθανότατα θα διαπιστώσει δύο στοιχεία, που μάλλον ερμηνεύουν επαρκώς το γιατί η αντίφαση η οποία περιγράφηκε παραπάνω έλαβε χώρα στη Χιλή.

Η πλέον ουσιαστική διαφοροποίηση είναι αυτή της προσέλευσης, δηλαδή η ποσοτική. Στο αντίστοιχο δημοψήφισμα του 2020 για την έναρξη των εργασιών της Συντακτικής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά και στις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του 2021, η συμμετοχή κυμάνθηκε από 47% μέχρι 55%, σε μεγάλη απόκλιση από το 85% και πλέον που προσήλθε στις κάλπες την 4η του Σεπτέμβρη. Είναι πιθανό σημαντική μερίδα των Χιλιανών –τουλάχιστον εκείνων που ασχολούνται με τα κοινά– να επιθυμεί ακόμη μια μετατόπιση των δημόσιων πολιτικών προς τα αριστερά. Το στοιχείο αυτό όμως δεν επιτρέπει να συναγάγουμε με βεβαιότητα τη βούληση για μια μόνιμη ή και καθολική μεταβολή, καθώς, παρά την τελική ήττα, υψηλότατα ήταν τα ποσοστά που συγκέντρωσε η νεο-πινοσετική Ακροδεξιά (Partido Republicano de Chile), η οποία αναδείχθηκε σε σημαντική δύναμη στις πρόσφατες εκλογές, ενώ οι διαχρονικές ρίζες αλλά και η μιντιακή υπεροπλία της ευρύτερης συντηρητικής παράταξης της επέτρεψαν να κινητοποιήσει υλικούς και ανθρώπινους πόρους σε μια κάθε άλλο παρά ήρεμη εκστρατεία για το νέο Σύνταγμα, «σηκώνοντας από τον καναπέ» τουλάχιστον 3.000.000 «σιωπηρών υποστηρικτών» της, μιας και η συνολική αύξηση σε σύγκριση με τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών ήταν 5.000.000 ψηφοφόροι (από περίπου 7.000.000 σε περίπου 12.000.000).

Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται, σε μικρότερο βαθμό, και στα ποιοτικά στοιχεία των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, με την καθολική επικράτηση των δυνάμεων του «όχι» σε όλη σχεδόν την επικράτεια. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η διαφοροποίηση στρωμάτων της μεσαίας τάξης κατά κύριο λόγο στο Σαντιάγκο (εικόνα 1), τα οποία, από την υποστήριξη των αριστερών πολιτικών κομμάτων και της κατάρτισης νέου Συντάγματος, μετατοπίστηκαν στην απέναντι όχθη στην τελευταία και πιο κρίσιμη ψηφοφορία.

Δεν θα ήταν άστοχο, τέλος, να υποθέσει κανείς ότι μία άλλη, μικρότερη, μερίδα ψηφοφόρων επιθυμούσε αλλαγές σε μια ακόμη πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Γι’ αυτό είτε απέρριψε το νέο Σύνταγμα είτε απείχε.

Με το βλέμμα στο μέλλον

Τα συντηρητικά αντανακλαστικά της νοτιοδυτικότερης χώρας του κόσμου, τα οποία καλλιεργήθηκαν σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της προ 40ετίας δικτατορίας, αναδείχθηκαν με την πρώτη μεγάλη ευκαιρία που παρουσιάστηκε μετά την εκλογή του πρώτου αριστερού προέδρου μετά τον Σαλβαδόρ Αλιέντε.

Ωστόσο, την επόμενη κιόλας μέρα μετά την απόρριψη της πρότασης που στήριζε η κυβέρνηση, ο Γκάμπριελ Μπόριτς ανακοίνωσε τόσο την επιτάχυνση του κυβερνητικού μεταρρυθμιστικού έργου όσο και τη σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου για επανεκκίνηση της Συντακτικής Συνέλευσης, ώστε να καταρτιστεί ένα νέο προσχέδιο Συντάγματος το συντομότερο δυνατόν, δίχως χρονοτριβή. Ο Μπόριτς επανέλαβε μάλιστα τα λεγόμενά του σε όλες σχεδόν τις δημόσιες εμφανίσεις του, με πλέον πρόσφατη εκείνη στην Ολομέλεια του ΟΗΕ στις 20 Σεπτεμβρίου.

Ούτως ή άλλως, σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό μέλλον της κυβέρνησής του περνά μέσα από την αναθεώρηση του Συντάγματος, καθώς πολλές από τις μεγαλεπήβολες προεκλογικές δεσμεύσεις για το μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας με απώτερο στόχο τη μείωση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων ενδέχεται να θεωρηθούν αντισυνταγματικές υπό το ισχύον Σύνταγμα. Θα προλάβει όμως ένα νέο, πιθανόν λιγότερο τολμηρό, προσχέδιο να καταρτιστεί ομαλά και, επιπρόσθετα, να εγκριθεί πριν από τη λήξη της κυβερνητικής θητείας σε τρία χρόνια;

* Ο Άρης Παπαδόπουλος είναι Πολιτικός Επιστήμονας – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 8 Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα