Σε σπαζοκεφαλιά εξελίσσεται η δεύτερη αξιολόγηση
Οι Ευρωπαίοι, το ΔΝΤ και οι τρεις παράγοντες που θα καθορίσουν την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Τα ζητήματα που θα "πέσουν" στο τραπέζι των συζητήσεων με την επιστροφή των Θεσμών στην Αθήνα. Άγνωστος ο χρονικός ορίζοντας ένταξης της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ
- 02 Ιανουαρίου 2017 13:55
Σε ένα σταυρόλεξο “σπαζοκεφαλιά” εξελίσσεται πλέον στην αρχή του 2017 το ελληνικό πρόγραμμα, με τη δεύτερη αξιολόγηση να είναι ακόμη ανοιχτή, τους Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών των μεγάλων οικονομιών του Ευρώ να στρέφονται σιγά – σιγά στα του οίκου τους και το ΔΝΤ να τηρεί στάση αναμονής, προβάλλοντας όμως τις απαιτήσεις του για νέα μέτρα.
Το υπουργείο Οικονομικών, προσπαθώντας να βγει από το αδιέξοδο της κόντρας που βρίσκεται σε εξέλιξη όλο αυτόν το καιρό μεταξύ Eurogroup (και κυρίως της Γερμανίας) και του ΔΝΤ, υιοθετεί την ευρωπαϊκή λύση για την άρση του αδιεξόδου.
Όπως παραδέχθηκε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στην πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», το υπουργείο σκέφτεται να επεκτείνει το δημοσιονομικό κόφτη και να θέσει -χωρίς να τα νομοθετήσει από τώρα- ένα πακέτο μέτρων που θα ενεργοποιηθούν, αν υπάρξουν αποκλίσεις από το μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ.
Με τον τρόπο αυτό το οικονομικό επιτελείο υιοθετεί τις σχετικές αποφάσεις του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Δέχεται ανεπιφύλακτα πλέον το μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% και ένα διευρυμένο κόφτη με συγκεκριμένα μέτρα, προσπαθώντας να αναχαιτίσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ, που ζητάει την ψήφιση της περικοπής των συντάξεων και του αφορολόγητου εδώ και τώρα.
Το θέμα έχει μπει πλέον στην ατζέντα της δεύτερης αξιολόγησης και πλέον αναμένεται να τεθεί προς συζήτηση σε περίπου 15 ημέρες, όταν οι Θεσμοί θα επιστρέψουν στην Αθήνα για να συνεχίσουν τη δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος χωρίς όμως να υπάρχει σαφής ορίζοντας ολοκλήρωσης.
Όλα αυτά τη στιγμή που ο χρόνος στον οποίο η Ελλάδα με σύμμαχο την Commission θα μπορούσε να ελπίζει σε μια ευνοϊκή μεταχείριση έχει λήξει και πλέον γρανάζια της διεθνούς οικονομικής πολιτικής έχουν αρχίσει να κινούνται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Πλέον, η Αθήνα θα πρέπει να καθορίζει την πολιτική της, εξαρτώντας τις αποφάσεις της από τρεις παράγοντες:
Τη στάση του ΔΝΤ.
Το Ταμείο, διά στόματος του εκπροσώπου του κ. Τζέρι Ράις έχει δηλώσει ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την ένταξη του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Παράλληλα ξεκαθαρίζει σε κάθε ευκαιρία ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αποφάσισαν οι Ευρωπαίοι υπουργοί στις αρχές Δεκεμβρίου δεν είναι αρκετά για να καταστήσουν το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων επαναλαμβάνουν επίσης ότι το Ταμείο θεωρεί ότι εφικτός στόχος είναι το 1,5% του ΑΕΠ . Αν όμως η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι δανειστές της συμφωνήσουν σε ένα στόχο στο 3,5% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα πρέπει να πάρει νέα μέτρα που θα πρέπει να ψηφίσει από τώρα. Καταλύτης εξελίξεων θα είναι η τελική έκθεση του άρθρου IV που γράφει αυτόν τον καιρό ο «σκληρός» του Ταμείου κ. Πόουλ Τόμσεν, καθώς επίσης οι αποφάσεις που θα ληφθούν προς το τέλος του μήνα για το πότε και πώς θα ανακοινωθεί η νέα έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (Debt Sustainability Analysis).
Τη στάση Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Θα πρέπει να οριστικοποιήσουν ποιο διάστημα θεωρούν ως μεσοπρόθεσμο για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ ώστε η Αθήνα να μπορεί να προσαρμόσει ανάλογα και το δημοσιονομικό κόφτη. Θα πρέπει επίσης να αποφασίσουν αν τα παραμετρικά μέτρα που θα συνοδεύουν τον «αναθεωρημένο» κόφτη θα πρέπει απλώς να αναφερθούν ή και να θεσμοθετηθούν από τώρα. Ένα τρίτο θέμα είναι ποια στάση θα κρατήσουν στις αλλαγές στο εργασιακό, που είναι ίσως το πιο σημαντικό μέτρο της δεύτερης αξιολόγησης σε θέματα που η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ως κόκκινες γραμμές.
Την οικονομική πολιτική που θα υιοθετήσει η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.
Αν επικρατήσει η πολιτική του «οικονομικού εθνικισμού», θα υπάρξουν δύο πολύ σοβαρές συνέπειες: Θα πάψει οριστικά η έμμεση παρέμβαση των ΗΠΑ στο θέμα της Ελλάδας που είχε η προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα και πλέον το ΔΝΤ αναμένεται να αναζητήσει έξοδο από το ελληνικό πρόγραμμα αν δεν ικανοποιηθούν στο ακέραιο οι απαιτήσεις του. Την ευκαιρία για κάτι τέτοιο θα δώσει και το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος «μέτοχος» του Ταμείου -που δεν είναι οι ΗΠΑ αλλά συνολικά οι χώρες της Ευρωζώνης- θα βρίσκονται στην πλειοψηφία τους σε προεκλογική περίοδο και άρα χώρες φιλικές προς την Ελλάδα όπως η Γαλλία και Ιταλία θα έχουν μικρότερη διάθεση να μειώσουν τις απαιτήσεις του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η δεύτερη πολύ σημαντική συνέπεια θα είναι η νομισματική και εμπορική πολιτική. Η κατεύθυνση της αύξησης των επιτοκίων από την FED θα συμπαρασύρει και την ECB καθιστώντας πιο «ακριβά» ακόμη και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. Από την άλλη ένας προστατευτισμός της αμερικανικής οικονομίας θα πλήξει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές και την ανάπτυξη της Ευρωζώνης σε μια χρονιά που η Ελλάδα αναμένει ανάπτυξη 2,7% του ΑΕΠ.
Στάση αναμονής και από ΕΚΤ για QE
Με όλα αυτά τα δεδομένα, άγνωστος είναι ο χρονικός ορίζοντας στον οποίο η ΕΚΤ θα κάνει τη δική της κίνηση, εντάσσοντας την Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση.
Η κεντρική τράπεζα του ευρώ επιμένει ότι θα πρέπει να οριστικοποιηθεί το σύνολο της λύσης για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και να υπάρξουν βιώσιμοι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να καταστεί βιώσιμο. Και τα δύο θέματα είναι ανοιχτά και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα το πότε και κυρίως πώς θα κλείσουν.
Επιπλέον, όπως τόνιζε και το στέλεχος της ΕΚΤ κ. Μπενουά Κερέ πριν από την Πρωτοχρονιά στην Boerse Zeitung θα πρέπει η Ελλάδα να ολοκληρώσει χωρίς παρεκκλίσεις το πρόγραμμα της και να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχει δεσμευτεί